-
1 πενία
πενία, ἡ, ion. u. ep. πενίη, Armuth; πενίῃ εἴκων ἀπατήλια βάζει, Od. 14, 157; στάσιν πενίας δότειραν, Pind. frg. 228, 4; Soph. frg. 681; Eur. El. 376 u. öfter; Her. u. sonst in Prosa; ἐν πενίᾳ εἶναι, γίγνεσϑαι, Plat. Apol. 23 c Rep. X, 613 a, u. öfter im Ggstz von πλοῠτος; auch übertr., ὑπὸ πενίας τῆς περὶ φρόνησιν κτήσεως, Soph.
-
2 δότειρα
δότειρα f. adj.,1 giver στάσιν πενίας δότειραν fr. 109. 4. -
3 κουροτρόφος
1 nurse of young men met. στάσιν πενίας δότειραν, ἐχθρὰν κουροτρόφον fr. 109. 4. -
4 πενία
1 poverty στάσιν πενίας δότειραν fr. 109. 4. -
5 στάσις
στᾰσις (-ις, -ιν; -ίων.)1 civil strifeεἰ μὴ στάσις ἀντιάνειρα Κνωσίας σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16
φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος (sc. Ἄδραστος) N. 9.13 “οὐ πενθέων δ' ἔλαχον λτ;οὐγτ; στασίων” (supp. e Plutarcho et Σ papyri Blass) Πα... στάσιν οὐλομέναν (sc. φέρεις;) Πα.. 1. λτ;οὔτ' ἐχθρὰ στάσις> (dubitanter supp. Snell e Σ pap.) Πα. 1. 3. ]ιτο μὲν στάσις Δ. 3. 3. στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών, πενίας δότειραν, ἐχθρὰν κουροτρόφον fr. 109. 3. [ ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες ἢ στάσιν ἄλγος ἐμφανές ( ἱστᾶσιν v. l.) fr. 210.]
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий